- πολυκώκυτος
- πολυ-κώκῡτος, ον,A full of wailing,
Ἀΐδαο δόμοι Thgn.244
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ἀΐδαο δόμοι Thgn.244
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυκώκυτος — ον, Α ο γεμάτος θρήνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κωκυτός «θρήνος, κλάμα» (πρβλ. οξυ κώκυτος)] … Dictionary of Greek
πολυκωκύτους — πολυκωκύ̱τους , πολυκώκυτος full of wailing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)